βρέμῃς

βρέμῃς
βρέμω
roar
pres subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Σαξονία, Κάτω — (Niedersachsen). Ομόσπονδο κράτος (Land) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, στο βόρειο τμήμα της. Έχει έκταση 47 349 τ. χλμ. και πληθυσμό 7 283 795 κατοίκους. Πρωτεύουσα είναι το Ανόβερο. Βρέχεται προς τα ΒΔ από τη Βόρεια θάλασσα, κατά… …   Dictionary of Greek

  • εριβρεμής — ἐριβρεμής, ές (Α) βλ. ερίβρομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + βρεμής (< βρέμω)] …   Dictionary of Greek

  • Αδαλβέρτος — I (Adalbert).Όνομα δύο κληρικών. 1. Επίσκοπος Πράγας, άγιος της Καθολικής Εκκλησίας (937 997). Η μνήμη του γιορτάζεται στις 23 Απριλίου. Το 982 ανέλαβε την επισκοπή Πράγας και επιδόθηκε, δίχως επιτυχία, στον προσηλυτισμό των Βοημών. Δύο φορές… …   Dictionary of Greek

  • Ένγκελς, Φρίντριχ — (Friedrich Engels, Μπάρμεν, Ρηνανία 1820 – Λονδίνο 1895). Γερμανός οικονομολόγος και φιλόσοφος. Υπήρξε, μαζί με τον Καρλ Μαρξ, ο εισηγητής του επιστημονικού σοσιαλισμού και της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Γιος βιομηχάνου, εγκατέλειψε για… …   Dictionary of Greek

  • Θρησκευτικοί πόλεμοι — Σειρά μακροχρόνιων πολέμων που αναστάτωσαν την Ευρώπη κατά τον 16ο και 17ο αι., μετά τη θρησκευτική μεταρρύθμιση. Ως πρόδρομος των πολέμων αυτών, μεταξύ 1419 και 1436, μπορεί να θεωρηθεί ο πόλεμος εναντίον των Ουσιτών της Βοημίας, δηλαδή εναντίον …   Dictionary of Greek

  • Κανούτος — (Knud ή Κnut ή Kanute). Όνομα βασιλιάδων της Δανίας. 1. Κ. Β’ (995; – Σάφτσμπερι 1035). Βασιλιάς της Δανίας (1018 35), της Αγγλίας (1016 35) και της Νορβηγίας (1028 35). Ήταν γιος του Σβεν, τον οποίο διαδέχτηκε στον θρόνο. Με την κατάκτηση της… …   Dictionary of Greek

  • Κολ, Γιόχαν Γκέοργκ — (Johann Georg Cohl, 1808 – 1878). Γερμανός συγγραφέας και εξερευνητής. Το 1854 ταξίδεψε στην Αμερική, όπου η ακτογραφική υπηρεσία τού ανέθεσε να συγγράψει το ιστορικό διαφόρων γεωγραφικών ανακαλύψεων. Το 1858 επέστρεψε στη Γερμανία και διορίστηκε …   Dictionary of Greek

  • Μαζολίνο ντα Πανικάλε — (Masolino da Panicale, 1383; – 1447;). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Τομάσο ντι Κριστόφορο Φίνι (Tommaso di Cristoforo Fini). Εργάστηκε στην Τοσκάνη, στην Ουγγαρία, στη Λομβαρδία και στο Λάτιο και παλαιότερα τον θεωρούσαν δάσκαλο του …   Dictionary of Greek

  • Ονώριος B’ — (1009 – 1072). Αντίπαπας της Ρώμης (1061). Αρχικά διετέλεσε επίσκοπος Πάρμας με το όνομα Πέτρος Καδάλοος. Εξελέγη πάπας από τη Σύνοδο της Βάδης, με την υποστήριξη του αυτοκράτορα Ερρίκου Δ’ και του λομβαρδικού κλήρου, για να αντιπράξει στον… …   Dictionary of Greek

  • Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”